aérodyne
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
aérodyne | aérodynes |
aérodyne (fr) αρσενικό
- οποιοδήποτε ιπτάμενο σκάφος βαρύτερο από τον αέρα, π.χ. αεροπλάνο, ελικόπτερο, κ.α.
ενικός | πληθυντικός |
aérodyne | aérodynes |
aérodyne (fr) αρσενικό