Ετυμολογία

επεξεργασία
dirigeable < diriger

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό dirigeable dirigeables
θηλυκό dirigeablee dirigeablees

dirigeable (fr)

  1. που μπορεί να κατευθυνθεί

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dirigeable dirigeables

dirigeable (fr) αρσενικό

  1. το πηδαλιουχούμενο αερόπλοιο