dirigeable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- dirigeable < diriger
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dirigeable | dirigeables |
θηλυκό | dirigeablee | dirigeablees |
dirigeable (fr)
- που μπορεί να κατευθυνθεί
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dirigeable | dirigeables |
dirigeable (fr) αρσενικό