Ετυμολογία

επεξεργασία
ère < λατινική aera

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ère ères

ère (fr) θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία