air stewardess
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
air stewardess | air stewardesses |
Ετυμολογία επεξεργασία
- air stewardess < → δείτε τις λέξεις air και stewardess
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
air stewardess (en) θηλυκό (αρσενικό air steward)
- αεροπορικός όρος, επάγγελμα, Μαλαισία, Σιγκαπούρη) η αεροσυνοδός