πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική kwiaciarnia kwiaciarnie
γενική kwiaciarni kwiaciarń
δοτική kwiaciarni kwiaciarniom
αιτιατική kwiaciarnię kwiaciarnie
οργανική kwiaciarnią kwiaciarniami
τοπική kwiaciarni kwiaciarniach
κλητική kwiaciarnio kwiaciarnie

  Ετυμολογία

επεξεργασία

kwiaciarnia < kwiat

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

kwiaciarnia (pl) θηλυκό

Παράγωγα

επεξεργασία