kwiaciarnia
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kwiaciarnia | kwiaciarnie |
γενική | kwiaciarni | kwiaciarń |
δοτική | kwiaciarni | kwiaciarniom |
αιτιατική | kwiaciarnię | kwiaciarnie |
οργανική | kwiaciarnią | kwiaciarniami |
τοπική | kwiaciarni | kwiaciarniach |
κλητική | kwiaciarnio | kwiaciarnie |
Ετυμολογία
επεξεργασίαkwiaciarnia < kwiat
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαkwiaciarnia (pl) θηλυκό