δισκάδικο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δισκάδικο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) το δισκοπωλείο, κατάστημα πώλησης δίσκων μουσικής
- ※ Μες στα δισκάδικα όταν βρίσκω / πελάτες άγνωστους ν' ακούν δικό μου δίσκο ... (από τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου)
Μεταφράσεις επεξεργασία
δισκάδικο
→ δείτε τη λέξη δισκοπωλείο |