κομπολογάδικο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κομπολογάδικο < κομπολογ(ιού) + -άδικο
Ουσιαστικό
επεξεργασίακομπολογάδικο ουδέτερο
- κατάστημα που πουλάει κομπολόγια
Μεταφράσεις
επεξεργασία κομπολογάδικο
|
κομπολογάδικο ουδέτερο
|