παντοφλάδικο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παντοφλάδικο < παντόφλ(α) + -άδικο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαντοφλάδικο και παντουφλάδικο ουδέτερο
- εργαστήριο όπου κατασκευάζονται παντόφλες
Μεταφράσεις
επεξεργασία παντοφλάδικο
|
παντοφλάδικο και παντουφλάδικο ουδέτερο
|