ομπρελάδικο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ομπρελάδικο < ομπρελ(άς) + -άδικο
Ουσιαστικό επεξεργασία
ομπρελάδικο ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ομπρέλα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ομπρελάδικο
|
ομπρελάδικο ουδέτερο
|