Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ομπρελάς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ομπρελ
άς
οι
ομπρελ
άδες
γενική
του
ομπρελ
ά
των
ομπρελ
άδων
αιτιατική
τον
ομπρελ
ά
τους
ομπρελ
άδες
κλητική
ομπρελ
ά
ομπρελ
άδες
Κατηγορία
όπως «
ψαράς
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
ομπρελάς
την ώρα της δουλειάς
Ετυμολογία
επεξεργασία
ομπρελάς
<
ομπρέλ(α)
+
-άς
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
om.bɾeˈlas
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ομπρελάς
αρσενικό
(
επάγγελμα
) ο
κατασκευαστής
,
επιδιορθωτής
ή
πωλητής
ομπρελών
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
ομπρέλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ομπρελάς