Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στριπτιζάδικο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
στριπτιζάδικ
ο
τα
στριπτιζάδικ
α
γενική
του
στριπτιζάδικ
ου
των
στριπτιζάδικ
ων
αιτιατική
το
στριπτιζάδικ
ο
τα
στριπτιζάδικ
α
κλητική
στριπτιζάδικ
ο
στριπτιζάδικ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
στριπτιζάδικο
<
στριπτίζ
+
-άδικο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στριπτιζάδικο
ουδέτερο
νυχτερινό
κέντρο όπου χορεύουν κάνοντας
στριπτίζ
Συγγενικά
επεξεργασία
στριπτιζού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στριπτιζάδικο