Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καπελάδικο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
καπελάδικ
ο
τα
καπελάδικ
α
γενική
του
καπελάδικ
ου
των
καπελάδικ
ων
αιτιατική
το
καπελάδικ
ο
τα
καπελάδικ
α
κλητική
καπελάδικ
ο
καπελάδικ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καπελάδικο
<
καπελ(άς)
+
-άδικο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καπελάδικο
ουδέτερο
το
μαγαζί
του
καπελά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καπελάδικο