• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

καπελάδικο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καπελάδικο τα καπελάδικα
      γενική του καπελάδικου των καπελάδικων
    αιτιατική το καπελάδικο τα καπελάδικα
     κλητική καπελάδικο καπελάδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
καπελάδικο < καπελ(άς) + -άδικο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καπελάδικο ουδέτερο

  • το μαγαζί του καπελά

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    καπελάδικο
  • γαλλικά : chapellerie (fr), magasin (fr) de chapeaux (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=καπελάδικο&oldid=7016702"
Τελευταία επεξεργασία στις 9 Φεβρουαρίου 2025, στις 21:00

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 9 Φεβρουαρίου 2025, στις 21:00.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας