Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γανωματάδικο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
γανωματάδικ
ο
τα
γανωματάδικ
α
γενική
του
γανωματάδικ
ου
των
γανωματάδικ
ων
αιτιατική
το
γανωματάδικ
ο
τα
γανωματάδικ
α
κλητική
γανωματάδικ
ο
γανωματάδικ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γανωματάδικο
<
γανωματής
+
-άδικο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γανωματάδικο
ουδέτερο
κατάστημα
του
γανωματή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γανωματάδικο