χαμπουργκεράδικο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαμπουργκεράδικο < χάμπουργκερ + -άδικο
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xam.buɾ.ɟeˈɾa.ði.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐μπουρ‐γκε‐ρά‐δι‐κο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαμπουργκεράδικο ουδέτερο
- μαγαζί που πουλάει χάμπουργκερ
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χαμπουργκεράδικο
|