Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πουκαμισάδικο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
πουκαμισάδικ
ο
τα
πουκαμισάδικ
α
γενική
του
πουκαμισάδικ
ου
των
πουκαμισάδικ
ων
αιτιατική
το
πουκαμισάδικ
ο
τα
πουκαμισάδικ
α
κλητική
πουκαμισάδικ
ο
πουκαμισάδικ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
πουκαμισάδικο
στην Κίνα
Ετυμολογία
επεξεργασία
πουκαμισάδικο
<
πουκαμισάς
+
-άδικο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πουκαμισάδικο
ουδέτερο
το
μαγαζί
του
πουκαμισά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πουκαμισάδικο