Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πουκαμισάς οι πουκαμισάδες
      γενική του πουκαμισά των πουκαμισάδων
    αιτιατική τον πουκαμισά τους πουκαμισάδες
     κλητική πουκαμισά πουκαμισάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πουκαμισάς < πουκάμισ(ο) + -άς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pu.ka.miˈsas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: που‐κα‐μι‐σάς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πουκαμισάς αρσενικό (θηλυκό πουκαμισού) (επάγγελμα)

  1. αυτός που ειδικεύεται στην δημιουργία πουκάμισων
  2. ο πωλητής και ο έμπορας πουκάμισων

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία