φανελάδικο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fa.neˈla.ði.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐νε‐λά‐δι‐κο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφανελάδικο ουδέτερο
- (λαϊκό) συνώνυμο του φανελοποιείο[1]
Άλλες γραφές
επεξεργασία- φανελλάδικο (παρωχημένη)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φανελάδικο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Βλ. «φανελλάδικο», στο: ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .