↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φανελοποιείο τα φανελοποιεία
      γενική του φανελοποιείου των φανελοποιείων
    αιτιατική το φανελοποιείο τα φανελοποιεία
     κλητική φανελοποιείο φανελοποιεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φανελοποιείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα φανελλοποι(εῖον) + -είο και ορθογραφική απλοποίηση. Μορφολογικά αναλύεται σε φανέλ(α) + -ο- + -ποιείο.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fa.ne.lo.piˈi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φα‐νε‐λο‐ποι‐εί‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φανελοποιείο ουδέτερο [1]

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις φανέλα και ποιώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Όροι με λέξεις με φανελοποι- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
  2. φανελλοποιεῖον σελ.7565 -  Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)