Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ρολογάδικο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ρολογάδικ
ο
τα
ρολογάδικ
α
γενική
του
ρολογάδικ
ου
των
ρολογάδικ
ων
αιτιατική
το
ρολογάδικ
ο
τα
ρολογάδικ
α
κλητική
ρολογάδικ
ο
ρολογάδικ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
τεχνίτης
ρολογάδικου
Ετυμολογία
επεξεργασία
ρολογάδικο
<
ρολόι
(γενική: ρολογιού) +
-άδικο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ρολογάδικο
ουδέτερο
κατάστημα
που επιδιορθώνει ή/και πουλάει
ρολόγια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ρολογάδικο
γαλλικά
:
horlogerie
(fr)