Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɔʁ.lɔʒ.ʁi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
horlogerie horlogeries

horlogerie (fr) θηλυκό

  1. το ωρολογοποιείο
  2. το ρολογάδικο