ξυλάδικο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξυλάδικο | τα | ξυλάδικα |
γενική | του | ξυλάδικου | των | ξυλάδικων |
αιτιατική | το | ξυλάδικο | τα | ξυλάδικα |
κλητική | ξυλάδικο | ξυλάδικα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξυλάδικο ουδέτερο
- το ξυλουργείο
- αποθήκη ξυλείας
- κατάστημα πώλησης ξύλου, κάρβουνου, κ.α. ως καύσιμο υλικό
- (ναυτικός όρος): εμπορικό φορτηγό πλοίο μεταφοράς ξυλείας
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξυλάδικο
|