πραματευτάδικο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πραματευτάδικο < πραματευτής + -άδικο
Ουσιαστικό επεξεργασία
πραματευτάδικο ουδέτερο
- το μαγαζί του πραματευτή
Μεταφράσεις επεξεργασία
πραματευτάδικο
|
πραματευτάδικο ουδέτερο
|