Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βαρελάδικο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
βαρελάδικ
ο
τα
βαρελάδικ
α
γενική
του
βαρελάδικ
ου
των
βαρελάδικ
ων
αιτιατική
το
βαρελάδικ
ο
τα
βαρελάδικ
α
κλητική
βαρελάδικ
ο
βαρελάδικ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βαρελάδικο
<
βαρέλ(ι)
+
-άδικο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βαρελάδικο
ουδέτερο
το εργαστήριο κατασκευής
βαρελιών
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βαρελάδικο