↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσιπουράδικο τα τσιπουράδικα
      γενική του τσιπουράδικου των τσιπουράδικων
    αιτιατική το τσιπουράδικο τα τσιπουράδικα
     κλητική τσιπουράδικο τσιπουράδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσιπουράδικο < τσίπουρ(ο) + -άδικο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσιπουράδικο ουδέτερο

  • (προφορικό) ταβέρνα όπου τα φαγητά σερβίρονται κυρίως μαζί με τσίπουρο
    ※  Υπολόγισα πως η Πέρσα θα κόντευε πλέον τα είκοσι. Ίσως και να τα είχε πατήσει. Οι συνομήλικές της θα πήγαιναν στις σχολές τους ή θα δούλευαν πωλήτριες, θα έβγαιναν τα βράδια σε κλαμπ ή σε τσιπουράδικα. Ερχόταν άραγε πια καμιά κολλητή της να τη δει; Ή την είχαν όλοι της οι φίλοι ξεχάσει, κι όποτε χάζευαν νοσταλγικά φωτογραφίες από τους σχολικούς χορούς και από την πενταήμερη εκδρομή τους, απέστρεφαν ενστικτωδώς το βλέμμα τους από εκείνην;
    Χρήστος Χωμενίδης, Νεαρό άσπρο ελάφι, αρχική δημοσίευση: (2016), εκδόσεις: Πατάκη, ISBN 9789601667744, @google.gr/books

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • τσιπουράδικοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)