Δείτε επίσης: γλώσσας
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γλωσσάς η γλωσσού το γλωσσάδικο
& γλωσσούδικο
      γενική του γλωσσά της γλωσσούς του γλωσσάδικου
& γλωσσούδικου
    αιτιατική τον γλωσσά τη γλωσσού το γλωσσάδικο
& γλωσσούδικο
     κλητική γλωσσά γλωσσού γλωσσάδικο
& γλωσσούδικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γλωσσάδες οι γλωσσούδες τα γλωσσάδικα
& γλωσσούδικα
      γενική των γλωσσάδων των γλωσσούδων των γλωσσάδικων
& γλωσσούδικων
    αιτιατική τους γλωσσάδες τις γλωσσούδες τα γλωσσάδικα
& γλωσσούδικα
     κλητική γλωσσάδες γλωσσούδες γλωσσάδικα
& γλωσσούδικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
ομάδα '-άς', Κατηγορία όπως «γλωσσάς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

γλωσσάς, -ού, -άδικο/ούδικο [1]

  1. (οικείο) που λέει πολλά με αυθάδη τρόπο, που βγάζει γλώσσα
  2. (οικείο) φλύαρος, κουτσομπόλης [2]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

γλωσσάς αρσενικό (θηλυκό γλωσσού)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ως επίθετο γλωσσάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ως ουσιαστικό «γλωσσάς» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

γλωσσάς αρσενικό