Κατηγορία:Επίθετα που κλίνονται όπως το 'γλωσσάς' (νέα ελληνικά)
>> Ομάδα -άς >>
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γλωσσάς | η | γλωσσού | το | γλωσσάδικο |
γενική | του | γλωσσά | της | γλωσσούς | του | γλωσσάδικου |
αιτιατική | τον | γλωσσά | τη | γλωσσού | το | γλωσσάδικο |
κλητική | γλωσσά | γλωσσού | γλωσσάδικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γλωσσάδες | οι | γλωσσούδες | τα | γλωσσάδικα |
γενική | των | γλωσσάδων | των | γλωσσούδων | των | γλωσσάδικων |
αιτιατική | τους | γλωσσάδες | τις | γλωσσούδες | τα | γλωσσάδικα |
κλητική | γλωσσάδες | γλωσσούδες | γλωσσάδικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
ομάδα '-άς', Κατηγορία όπως «χορευταράς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Επίθετα σε -άς, -ού, -άδικο & -ούδικο
- γλωσσάς, γλωσσού, γλωσσάδικο & γλωσσούδικο
Δείτε και την Κατηγορία:χορευταράς χωρίς ουδέτερο ‑ούδικο
για τους συντάκτες: {{el-κλίση-'γλωσσάς'}}
|