↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χοντρομπαλάς η χοντρομπαλού το χοντρομπαλάδικο
χοντρομπαλούδικο
      γενική του χοντρομπαλά της χοντρομπαλούς του χοντρομπαλάδικου
χοντρομπαλούδικου
    αιτιατική τον χοντρομπαλά τη χοντρομπαλού το χοντρομπαλάδικο
χοντρομπαλούδικο
     κλητική χοντρομπαλά χοντρομπαλού χοντρομπαλάδικο
χοντρομπαλούδικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χοντρομπαλάδες οι χοντρομπαλούδες τα χοντρομπαλάδικα
χοντρομπαλούδικα
      γενική των χοντρομπαλάδων των χοντρομπαλούδων των χοντρομπαλάδικων
χοντρομπαλούδικων
    αιτιατική τους χοντρομπαλάδες τις χοντρομπαλούδες τα χοντρομπαλάδικα
χοντρομπαλούδικα
     κλητική χοντρομπαλάδες χοντρομπαλούδες χοντρομπαλάδικα
χοντρομπαλούδικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
ομάδα '-άς', Κατηγορία όπως «γλωσσάς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χοντρομπαλάς < χοντρο- + μπάλ(α) + -άς

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xon.dɾo.baˈlas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χο‐ντρο‐μπα‐λάς

  Επίθετο

επεξεργασία

χοντρομπαλάς, -ού, -άδικο / -ούδικο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία