γλωσσού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣloˈsu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γλωσ‐σού
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγλωσσού θηλυκό
- (οικείο) θηλυκό του γλωσσάς
- ※ Γλωσσούδες γυναίκες σπάνια είναι κακές. Όπως κι άντρες πολυλογάδες. Η κακία είναι σιωπηλή, γεμάτη ευγένεια πολλές φορές και μαεστρία διπλωματική. (Δημήτρης Ψαθάς, Μαντάμ Σουσού)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε γλωσσάς
γλωσσού
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαγλωσσού