γλωσσοκοπάνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γλωσσοκοπάνα | οι | γλωσσοκοπάνες |
γενική | της | γλωσσοκοπάνας | — | |
αιτιατική | τη | γλωσσοκοπάνα | τις | γλωσσοκοπάνες |
κλητική | γλωσσοκοπάνα | γλωσσοκοπάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγλωσσοκοπάνα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία γλωσσοκοπάνα
|