↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γλωσσοκοπάνα οι γλωσσοκοπάνες
      γενική της γλωσσοκοπάνας
    αιτιατική τη γλωσσοκοπάνα τις γλωσσοκοπάνες
     κλητική γλωσσοκοπάνα γλωσσοκοπάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γλωσσοκοπάνα < γλώσσα και κοπανάω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γλωσσοκοπάνα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία