φαφλατάς
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φαφλατάς < από το θρακοφρυγικό φύλο των Παφλαγόνων της Μ. Ασίας, επειδή θεωρούντο από τους υπόλοιπους αρχαίους Έλληνες φλύαροι ή ηχομιμητικό από τον ήχο της φλυαρίας.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφαφλατάς αρσενικό
- που μιλάει πολύ (και κουράζει τους άλλους), ο πολυλογάς, ο παρλαπίπας, ο παπαρδέλας, ο στωμύλος
- που κομπάζει, που είναι εύκολος στα λόγια και δύσκολος στα έργα
Συγγενικά
επεξεργασία- φαφλατού το θηλυκό, αλλά σχετικά αδόκιμο
- φαφλατάδικος
Μεταφράσεις
επεξεργασία φαφλατάς