φαφλατάδικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαφλατάδικος < φαφλατ(άς) + -άδικος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fa.flaˈta.ði.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐φλα‐τά‐δι‐κος
Επίθετο επεξεργασία
φαφλατάδικος, -η, -ο
- ο σχετικός με τον φαφλατά, φλύαρος και επιπόλαιος, ο αεριτζίδικος
- ※ Έβγαλα ένα φαφλατάδικο λογύδριο παραγεμισμένο αφηρημένες έννοιες. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις επεξεργασία
φαφλατάδικος
|