Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αεριτζίδικος η αεριτζίδικη το αεριτζίδικο
      γενική του αεριτζίδικου της αεριτζίδικης του αεριτζίδικου
    αιτιατική τον αεριτζίδικο την αεριτζίδικη το αεριτζίδικο
     κλητική αεριτζίδικε αεριτζίδικη αεριτζίδικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αεριτζίδικοι οι αεριτζίδικες τα αεριτζίδικα
      γενική των αεριτζίδικων των αεριτζίδικων των αεριτζίδικων
    αιτιατική τους αεριτζίδικους τις αεριτζίδικες τα αεριτζίδικα
     κλητική αεριτζίδικοι αεριτζίδικες αεριτζίδικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αεριτζίδικος < αεριτζής + -ίδικος

  Επίθετο επεξεργασία

αεριτζίδικος, -η/-ια, -ο

  • που χαρακτηρίζει τον αεριτζή και τις μεθόδους του για να αποκτήσει εισοδήματα

  Μεταφράσεις επεξεργασία