αεριτζίδικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααεριτζίδικος, -η/-ια, -ο
- που χαρακτηρίζει τον αεριτζή και τις μεθόδους του για να αποκτήσει εισοδήματα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αεριτζίδικος
|
αεριτζίδικος, -η/-ια, -ο
|