λοπάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λοπάς < αναφορά στην αρχαία ελληνική λοπάς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλοπάς θηλυκό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο λοπάς)
- (κεραμική, αρχαιολογία, κουζινικά) είδος πιάτου
- ※ Και ενταυτώ χώνει τας χείρας εις την λοπάδα και αρπάζει δύο ντολμάδες, τους οποίους καταβροχθίζει. (Χαράλαμπος Άννινος, Αττικαί ημέραι)
- (κεραμική, αρχαιολογία) είδος μαγειρικού σκεύους
- ※ Λοπάς συγκολλημένη από πολλά θραύσματα και συμπληρωμένη. Πρόκειται για ανοικτό και ευρύ μαγειρικό σκεύος με έξω νεύον χείλος, διαμορφωμένο κατάλληλα για την εφαρμογή πώματος. Κάτω από το χείλος σώζεται η γένεση οριζόντιας λαβής. (odysseus.culture.gr Λοπάς στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μυτιλήνης)
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρχαίο σκεύος «λοπάς»
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λοπάς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλοπάς θηλυκό
- (κεραμική, κουζινικά) → δείτε και τη λέξη λοπάς (νέα ελληνικά, όρος της αρχαιολογίας)
- συνώνυμο του σορός
- (βοτανική) ασθένεια του ελαιόδεντρου
- (ιχθυολογία) είδος οστρακόδερμου
Πηγές
επεξεργασία- λοπάς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λοπάς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.