Δείτε επίσης: λογάς

Ετυμολογία

επεξεργασία
λοπάς < αναφορά στην αρχαία ελληνική λοπάς

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λοπάς θηλυκό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο λοπάς)

  1. (κεραμική, αρχαιολογία, κουζινικά) είδος πιάτου
      Και ενταυτώ χώνει τας χείρας εις την λοπάδα και αρπάζει δύο ντολμάδες, τους οποίους καταβροχθίζει. (Χαράλαμπος Άννινος, Αττικαί ημέραι)
  2. (κεραμική, αρχαιολογία) είδος μαγειρικού σκεύους
      Λοπάς συγκολλημένη από πολλά θραύσματα και συμπληρωμένη. Πρόκειται για ανοικτό και ευρύ μαγειρικό σκεύος με έξω νεύον χείλος, διαμορφωμένο κατάλληλα για την εφαρμογή πώματος. Κάτω από το χείλος σώζεται η γένεση οριζόντιας λαβής. (odysseus.culture.gr Λοπάς στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μυτιλήνης)

Μεταφράσεις

επεξεργασία



λείπει η κλίση

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λοπάς θηλυκό

  1. (κεραμική, κουζινικά)  δείτε και τη λέξη λοπάς (νέα ελληνικά, όρος της αρχαιολογίας)
    1. πιάτο
    2. μαγειρικό σκεύος
  2. συνώνυμο του σορός
  3. (βοτανική) ασθένεια του ελαιόδεντρου
  4. (ιχθυολογία) είδος οστρακόδερμου