βαττάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βαττάρισμα < βατταρίζω < αρχαία ελληνική βατταρίζω < (ηχομιμητική λέξη)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβαττάρισμα ουδέτερο
- (σπάνιο) τραύλισμα
- (σπάνιο) (μεταφορικά) φλυαρία
- άλλες μορφές: βαττολογία