βερμπαλισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βερμπαλισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική verbalisme < verbal + -ισμός < λατινική verbalis < verbum
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /veɾ.ba.liˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βερ‐μπα‐λι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβερμπαλισμός αρσενικό
- η χρήση πομπωδών λέξεων και εκφράσεων χωρίς νόημα προς εντυπωσιασμό του ακροατηρίου
- η ακατάσχετη φλυαρία
Συγγενικά
επεξεργασία- βερμπαλιστής - βερμπαλίστρια
- βερμπαλιστικά
- βερμπαλιστικός
- → δείτε τη λέξη verbum
Μεταφράσεις
επεξεργασία βερμπαλισμός