βερμπαλίστρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βερμπαλίστρια < βερμπαλισ(τής) + -τρια
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /veɾ.baˈli.stɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βερ‐μπα‐λί‐στρι‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβερμπαλίστρια θηλυκό
- θηλυκό του βερμπαλιστής
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις βερμπαλισμός και verbum
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε βερμπαλιστής
βερμπαλίστρια
|