βερμπαλιστικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βερμπαλιστικά < βερμπαλιστικ(ός) + -ά
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /veɾ.ba.li.stiˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βερ‐μπα‐λι‐στι‐κά
Επίρρημα
επεξεργασίαβερμπαλιστικά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις βερμπαλισμός και verbum
Μεταφράσεις
επεξεργασία βερμπαλιστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαβερμπαλιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του βερμπαλιστικός