babilado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- babilado < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | babilado | babiladoj |
αιτιατική | babiladon | babiladojn |
babilado (eo)
- η φλυαρία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | babilado | babiladoj |
αιτιατική | babiladon | babiladojn |
babilado (eo)