μπλαμπλά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπλαμπλά < διεθνής έκφραση bla-bla
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπλαμπλά ουδέτερο άκλιτο
- μακρά συζήτηση, μακρηγορία
- αντιπαράθεση γνωμών χωρίς κατάληξη
- δυσφορία, που προκαλείται από μακρηγορία
- φορτική συζήτηση
- "τον έπιασε στο μπλα-μπλα για να τον πείσει"
- "με μπλαμπλά και πίτσι πίτσι πας να ρίξεις το κορίτσι (στίχος παλαιού λαϊκού τραγουδιού)