Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πίτσι πίτσι < λείπει η ετυμολογία

  Επίρρημα επεξεργασία

πίτσι πίτσι

  1. φλερτ
  2. κατ΄ ιδίαν συζήτηση ερωτευμένων
  3. (σκωπτικά) η κατ΄ ιδίαν συζήτηση δημοσίων ανδρών, ιδίως πολιτικών αντιπάλων, που γίνεται μεν αντιληπτή αλλά δεν ανακοινώνεται το περιεχόμενο.
* με μπλαμπλά και πίτσι πίτσι πας να ρίξεις το κορίτσι (στίχος παλαιού λαϊκού τραγουδιού)

  Μεταφράσεις επεξεργασία