φληνάφημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φληνάφημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φληνάφημα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fliˈna.fi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φλη‐νά‐φη‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφληνάφημα ουδέτερο
- φλυαρία, μωρολογία, σαχλαμάρα, ανούσιος λόγος
- ※ Στην πραγματική ζωή, λοιπόν, η Ε.Ε. δεν έχει καμία σχέση με τα φληναφήματα περί της λέσχης των ισότιμων εταίρων. Αντίθετα, μέσα στην Ε.Ε. εκείνο που ευδοκιμεί νομοτελειακά είναι η ανισομετρία και οι αντιθέσεις. (εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 10/1/2014)
- ※ Τα φληναφήματα περί επανακρατικοποίησης της ΔΕΗ, φορολόγησης των υπερκερδών των ενεργειακών εταιρειών και προστασίας της πρώτης κατοικίας που επαγγέλλονται τα κόμματα της αντιπολίτευσης, δεν πρέπει να μας προβληματίζουν ιδιαίτερα. (εφ. Κεφάλαιο, 11/4/2023)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | φληνάφημᾰ | τὰ | φληναφήμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | φληναφήμᾰτος | τῶν | φληναφημᾰ́των |
δοτική | τῷ | φληναφήμᾰτῐ | τοῖς | φληναφήμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | φληνάφημᾰ | τὰ | φληναφήμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | φληνάφημᾰ | φληναφήμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φληναφήμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φληναφημᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφληνάφημα ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις φληναφάω και φλήναφος
Πηγές
επεξεργασία- φληνάφημα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.