Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φληνάφημα τα φληναφήματα
      γενική του φληναφήματος των φληναφημάτων
    αιτιατική το φληνάφημα τα φληναφήματα
     κλητική φληνάφημα φληναφήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φληνάφημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φληνάφημα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fliˈna.fi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φλη‐νά‐φη‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φληνάφημα ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ φληνάφημᾰ τὰ φληναφήμᾰτ
      γενική τοῦ φληναφήμᾰτος τῶν φληναφημᾰ́των
      δοτική τῷ φληναφήμᾰτ τοῖς φληναφήμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ φληνάφημᾰ τὰ φληναφήμᾰτ
     κλητική ! φληνάφημᾰ φληναφήμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φληναφήμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  φληναφημᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φληνάφημα < φληναφάω / φληναφῶ, φληναφη- + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φληνάφημα ουδέτερο

  • φλυαρία, μωρολογία, σαχλαμάρα, ανούσιος λόγος
    ※  5ος↑ αιώνας Εὐριπίδης, Ἐπιστολαί, 5.2
    ἴσθι μέντοι μηδὲν μᾶλλον ἡμῖν ὧν νῦν Ἀγάθων ἢ Μέσατος λέγει μέλον ἢ τῶν Ἀριστοφάνους φληναφημάτων οἶσθά ποτε μέλον.

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις φληναφάω και φλήναφος

  Πηγές επεξεργασία