νομοτελειακά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίανομοτελειακά < νομοτελειακός
Επίρρημα
επεξεργασίανομοτελειακά
- κατά νομοτελειακό τρόπο, ως αποτέλεσμα μιας νομοτέλειας
- οι Μήλιοι ήταν νομοτελειακά αναμενόμενο να καταστραφούν από τους Αθηναίους γιατί το δίκαιο του ισχυρού είναι απαράβατο και επιβάλλει οι ανίσχυροι να πειθαρχούν
- αναπόφευκτα
Μεταφράσεις
επεξεργασία νομοτελειακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίανομοτελειακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του νομοτελειακό