Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νομοτελειακά < νομοτελειακός

  Επίρρημα επεξεργασία

νομοτελειακά

  1. κατά νομοτελειακό τρόπο, ως αποτέλεσμα μιας νομοτέλειας
    οι Μήλιοι ήταν νομοτελειακά αναμενόμενο να καταστραφούν από τους Αθηναίους γιατί το δίκαιο του ισχυρού είναι απαράβατο και επιβάλλει οι ανίσχυροι να πειθαρχούν
  2. αναπόφευκτα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

νομοτελειακά