Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νομοτελειακός η νομοτελειακή το νομοτελειακό
      γενική του νομοτελειακού της νομοτελειακής του νομοτελειακού
    αιτιατική τον νομοτελειακό τη νομοτελειακή το νομοτελειακό
     κλητική νομοτελειακέ νομοτελειακή νομοτελειακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νομοτελειακοί οι νομοτελειακές τα νομοτελειακά
      γενική των νομοτελειακών των νομοτελειακών των νομοτελειακών
    αιτιατική τους νομοτελειακούς τις νομοτελειακές τα νομοτελειακά
     κλητική νομοτελειακοί νομοτελειακές νομοτελειακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νομοτελειακός < νομοτέλεια

  Επίθετο επεξεργασία

νομοτελειακός, -ή, -ό

  1. που έχει τον χαρακτήρα της νομοτέλειας
  2. που προκύπτει ως νομοτέλεια

  Μεταφράσεις επεξεργασία