νομοτελειακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νομοτελειακός < νομοτέλεια
Επίθετο
επεξεργασίανομοτελειακός, -ή, -ό
- που έχει τον χαρακτήρα της νομοτέλειας
- που προκύπτει ως νομοτέλεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία νομοτελειακός
|
νομοτελειακός, -ή, -ό
|