↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νομοτέλεια οι νομοτέλειες
      γενική της νομοτέλειας των νομοτελειών
    αιτιατική τη νομοτέλεια τις νομοτέλειες
     κλητική νομοτέλεια νομοτέλειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νομοτέλεια < νόμος + -ο- + -τέλεια (< -τελής < αρχαία ελληνική τέλος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /no.moˈte.li.a/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νομοτέλεια θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία