Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νομοτελεστικός η νομοτελεστική το νομοτελεστικό
      γενική του νομοτελεστικού της νομοτελεστικής του νομοτελεστικού
    αιτιατική τον νομοτελεστικό τη νομοτελεστική το νομοτελεστικό
     κλητική νομοτελεστικέ νομοτελεστική νομοτελεστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νομοτελεστικοί οι νομοτελεστικές τα νομοτελεστικά
      γενική των νομοτελεστικών των νομοτελεστικών των νομοτελεστικών
    αιτιατική τους νομοτελεστικούς τις νομοτελεστικές τα νομοτελεστικά
     κλητική νομοτελεστικοί νομοτελεστικές νομοτελεστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νομοτελεστικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

νομοτελεστικός

  • που αναφέρεται στην εκτελεστική εξουσία
  • που κυβερνά και εφαρμόζει τους νόμους
το νομοτελεστικό σώμα

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία