νομοτελεστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νομοτελεστικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
νομοτελεστικός
- που αναφέρεται στην εκτελεστική εξουσία
- που κυβερνά και εφαρμόζει τους νόμους
- το νομοτελεστικό σώμα
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νομοτελεστικός
|