γκεβεζιλίκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γκεβεζιλίκι | τα | γκεβεζιλίκια |
γενική | του | γκεβεζιλικιού | των | γκεβεζιλικιών |
αιτιατική | το | γκεβεζιλίκι | τα | γκεβεζιλίκια |
κλητική | γκεβεζιλίκι | γκεβεζιλίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γκεβεζιλίκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική gevezelik
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγκεβεζιλίκι ουδέτερο (& γκεβεζελίκι)
- το να μιλάει κανείς ακατάπαυστα
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φλυαρία