ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πολυλαλί αἱ πολυλαλίαι
      γενική τῆς πολυλαλίᾱς τῶν πολυλαλιῶν
      δοτική τῇ πολυλαλί ταῖς πολυλαλίαις
    αιτιατική τὴν πολυλαλίᾱν τὰς πολυλαλίᾱς
     κλητική ! πολυλαλί πολυλαλίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πολυλαλί
γεν-δοτ τοῖν  πολυλαλίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυλαλία < πολύλαλ(ος) + -ία. Μορφολογικά αναλύεται σε πολυ- + -λαλία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πολυλαλία, -ας θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία