Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολύλαλος η πολύλαλη το πολύλαλο
      γενική του πολύλαλου της πολύλαλης του πολύλαλου
    αιτιατική τον πολύλαλο την πολύλαλη το πολύλαλο
     κλητική πολύλαλε πολύλαλη πολύλαλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολύλαλοι οι πολύλαλες τα πολύλαλα
      γενική των πολύλαλων των πολύλαλων των πολύλαλων
    αιτιατική τους πολύλαλους τις πολύλαλες τα πολύλαλα
     κλητική πολύλαλοι πολύλαλες πολύλαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολύλαλος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

πολύλαλος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία