Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ματαιολογία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ματαιολογί
α
οι
ματαιολογί
ες
γενική
της
ματαιολογί
ας
των
ματαιολογι
ών
αιτιατική
τη
ματαιολογί
α
τις
ματαιολογί
ες
κλητική
ματαιολογί
α
ματαιολογί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ματαιολογία
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ματαιολογία
θηλυκό
μάταιη
, ανόητη ή άσκοπη
ομιλία
,
κενολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ματαιολογία
αγγλικά
:
mateology
(en)
γερμανικά
:
Matäologie
(de)
,
Mataiologie
(de)
πορτογαλικά
:
mateologia
(pt)