Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

enlargement (en)

  • μεγέθυνση (π.χ. μιας φωτογραφίας ή η ίδια η μεγεθυμένη φωτογραφία)
  • διεύρυνση (π.χ. ενός οργανισμού με την εισδοχή νέων μελών)
the policy of Nato enlargement